- λιμένας
- Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι.
* * *και λιμήν, ο (AM λιμήν, -ένος)1. φυσική ή τεχνητή περιοχή θαλάσσιας ακτής ή όχθης ποταμού ή λίμνης, η οποία προσφέρεται για ασφαλή ελλιμενισμό, παραμονή, φόρτωση και εκφόρτωση τών πλοίων που αγκυροβολούν σε αυτήν, αλλ. λιμάνι («λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκαντο», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. ασφαλές καταφύγιο («οὗτος... λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων», Ευρ.)αρχ.1. μέρος όπου συγκεντρώνει κάποιος κάτι, δοχείο, θήκη ή ταμείο («πλούτου λιμήν», Αισχύλ.)2. (στη Θεσσαλία και στην Πάφο) αγορά3. μτφ. η πηγή τής γέννησης, η μήτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λι-μήν συνδέεται άμεσα με τη λ. λειμών* και εμφανίζει επίθημα -μήν, -μένος (πρβλ. ποι-μήν, πυθ-μήν). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή ως ri-mene, που αποτελεί πιθ. τοπωνύμιο. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ευρύτερα ο τ. λιμάνι *.ΠΑΡ. λιμένιο(ν)αρχ.λιμενίζω, λιμένιος, λιμενίτης, λιμενίτις, λιμηρός (II)αρχ.-μσν.λιμενιτικόςμσν.λιμενάριον, λιμενεύωμσν.- νεοελλ.λιμενίσκοςνεοελλ.λιμενικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιμενοειδής, λιμενοφύλακας(-αξ)αρχ.λιμενήοχος, λιμενορμίτης, λιμενοσκόποςμσν.λιμενοποιία, λιμενουργίανεοελλ.λιμενάρχης, λιμενοβραχίονας, λιμενοδείκτης, λιμενολόγιο, λιμενοσταθμάρχης, λιμενόφραγμα. (Β' συνθετικό) αρχ. ευλιμήν νεοελλ. αερολιμένας].
Dictionary of Greek. 2013.